- τριακοντήρης
- -ες, Α1. (για πλοίο) αυτό που έχει τριάντα σειρές κουπιών2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριακοντήρηςπολεμικό πλοίο που είχε τριάντα σειρές κουπιών, αλλ. τριακόντορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ήρης* (ΙΙ) (πρβλ. τρι-ήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.