τριακοντήρης

τριακοντήρης
-ες, Α
1. (για πλοίο) αυτό που έχει τριάντα σειρές κουπιών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριακοντήρης
πολεμικό πλοίο που είχε τριάντα σειρές κουπιών, αλλ. τριακόντορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ήρης* (ΙΙ) (πρβλ. τρι-ήρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”